- ξυλόπισσα
- η хим. древесная смола; древесный дёготь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλόπισσα — η χημ. πυκνόρρευστο υγρό, προϊόν τής εξανθράκωσης ή ξηράς απόσταξης τών ξύλων, που με κλασματική απόσταξη αποδίδει κρεόζωτο, πισσέλαια και πίσσα, δηλ. το κοινό κατράμι … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
μεθυλαμίνη — Η απλούστερη αλειφατική αμίνη, με χημικό τύπο CH3NH2· ονομάζεται και μονομεθυλαμίνη. Πρόκειται για άχρωμο αέριο, εξαιρετικά ευδιάλυτο στο νερό, όπως και στους οργανικούς διαλύτες. Εμφανίζει έντονη οσμή αμμωνίας, σημείο τήξεως –93° C και σημείο… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek